- οικοδομήσιμος
- ος, ο[ν]1) пригодный для постройки;
οικοδομήσιμο οικόπεδο — земельный участок (пригодный для жилищного строительства);
2) см. οικοδομικός
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
οικοδομήσιμο οικόπεδο — земельный участок (пригодный для жилищного строительства);
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
οικοδομήσιμος — η, ο 1. (για έδαφος) κατάλληλος για ανέγερση οικοδομής, πρόσφορος για οικοδόμηση 2. (για υλικά) αυτός που μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε οικοδομές. [ΕΤΥΜΟΛ. < οικοδόμηση. Η λ. μαρτυρείται από το 1849 στον Δ. Μαργαρίτη] … Dictionary of Greek
οικοδομήσιμος — η, ο 1. ο κατάλληλος για χτίσιμο: Το οικόπεδο είναι οικοδομήσιμο. 2. αυτός που χρησιμοποιείται στην οικοδομή: Οικοδομήσιμη ξυλεία … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)